πολωνικός

πολωνικός
-ή, -ό, Ν [Πολωνία]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Πολωνία και στους Πολωνούς (α. «πολωνική γλώσσα» β. «πολωνικό ζήτημα»)
2. (το θηλ. εν. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) η πολωνική και τα πολωνικά
η πολωνική γλώσσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολωνικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην Πολωνία ή τους Πολωνούς: Πολωνική εμπορική αποστολή έφτασε στην Αθήνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • μαζούρκα — (mazurka). Λαϊκός πολωνικός χορός, που εμφανίστηκε στις αρχές του 16ου αι. και του οποίου η ονομασία προήλθε από την περιοχή της Μαζουρίας (βλ. λ.). Λαμπερή, ζωηρή, αλλά με μέτρια ρυθμική αγωγή, η μ. έχει τριμερή ρυθμό, που τονίζεται στον δεύτερο …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • κρακόβιακ — η πολωνικός χορός σε δύο χρόνους που προέρχεται από την Κρακοβία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολων, krakowiak] …   Dictionary of Greek

  • λέχικος — λέχικος, η, ον (Μ) [Λέχος] πολωνικός …   Dictionary of Greek

  • πολάκα — η, Ν ναυτ. τύπος τρίστηλου ιστιοφόρου το οποίο παλαιότερα ήταν σύνηθες στη Μεσόγειο και έμοιαζε με τον σημερινό δρόμωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. polacca, θηλ. τού επιθ. polacco «πολωνικός»] …   Dictionary of Greek

  • πολωνέζικος — η, ο, Ν [πολωνέζος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Πολωνία ή στους Πολωνούς, πολωνικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πολωνέζικα η πολωνική γλώσσα …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”